Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: φορώ
- aandoen, aantrekken
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
φοράω φορώ |
φόραγα φορούσα |
φόρεσα |
φοριέμαι |
φοριόμουν(α) |
φορέθηκα |
||||||||||||||||||||||
φοράς |
φόραγες φορούσες |
φόρεσες |
φοριέσαι |
φοριόσουν(α) |
φορέθηκες |
||||||||||||||||||||||
φοράει φορά |
φόραγε φορούσε |
φόρεσε |
φοριέται |
φοριόταν(ε) |
φορέθηκε |
||||||||||||||||||||||
φορούμε φοράμε |
φοράγαμε φορούσαμε |
φορέσαμε |
φοριόμαστε |
φοριόμαστε φοριόμασταν |
φορεθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
φοράτε |
φοράγατε φορούσατε |
φορέσατε |
φοριέστε φοριόσαστε |
φοριόσαστε φοριόσασταν |
φορεθήκατε |
||||||||||||||||||||||
φοράν(ε) φορούν(ε) |
φοράγανε φόραγαν φορούσαν(ε) |
φόρεσαν φορέσαν(ε) |
φοριόνται φοριούνται |
φοριόντουσαν φοριόνταν(ε) φοριούνταν |
φορέθηκαν φορεθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
φοράω φορώ |
φορέσω |
φοριέμαι |
φορεθώ |
||||||||||||||||||||||||
φοράς |
φορέσεις |
φοριέσαι |
φορεθείς |
||||||||||||||||||||||||
φοράει φορά |
φορέσει |
φοριέται |
φορεθεί |
||||||||||||||||||||||||
φορούμε φοράμε |
φορέσουμε φορέσομε |
φοριόμαστε |
φορεθούμε |
||||||||||||||||||||||||
φοράτε |
φορέσετε |
φοριέστε φοριόσαστε |
φορεθείτε |
||||||||||||||||||||||||
φοράν(ε) φορούν(ε) |
φορέσουν(ε) |
φοριόνται φοριούνται |
φορεθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
φόρα φόραγε |
φόρεσε φόρα |
φορέσου |
|||||||||||||||||||||||||
φοράτε |
φορέστε |
φοριέστε |
φορεθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα φορέσει είχα φορεμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα φορεθεί ήμουν φορεμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα φοράω θα φορώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα φοριέμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα φορέσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα φορεθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα φόραγα θα φορούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα φοριόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω φορέσει θα έχω φορεμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω φορεθεί θα είμαι φορεμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα φορέσει θα είχα φορεμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα φορεθεί θα ήμουν φορεμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright